- διπλάσιος
- -α, -οεπίρρ. -α δύο φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος από κάποιον άλλο: Τώρα πληρώνομαι διπλάσια για τη δουλειά που κάνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διπλάσιος — twofold masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλάσιος — α, ο (AM διπλάσιος, α, ον Α και διπλήσιος, α, ον) 1. ο δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος 2. το ουδ. ως ουσ. το διπλάσιο ποσό ή αξία δύο φορές μεγαλύτερη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *δίπλατος + ιος (πρβλ. αμβρόσιος < άμβροτος, διφάσιος < δίφατος) … Dictionary of Greek
διπλασίω — διπλάσιος twofold masc/neut nom/voc/acc dual διπλάσιος twofold masc/neut gen sg (doric aeolic) διπλάζω double fut ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασίων — διπλάσιος twofold fem gen pl διπλάσιος twofold masc/neut gen pl διπλάζω double fut part act masc nom sg (doric) διπλασίων duplicate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασίως — διπλάσιος twofold adverbial διπλάσιος twofold masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλάσιον — διπλάσιος twofold masc acc sg διπλάσιος twofold neut nom/voc/acc sg διπλασίων duplicate masc/fem voc sg διπλασίων duplicate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλήσιον — διπλάσιος twofold masc acc sg (ionic) διπλάσιος twofold neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασιώτερα — διπλάσιος twofold neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασίαις — διπλάσιος twofold fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασίην — διπλάσιος twofold fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)